ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥΣ

Οταν οι αριθμοί ευημερούν και οι άνθρωποι υποφέρουν...

Μια σειρά από Συνθήκες προβλέπουν και θέτουν στόχους σύγκλισης, προσαρμογής, συντονισμού κ.λπ. των οικονομιών των χωρών – μελών της Ένωσης προς «επιθυμητούς» στόχους που υποτίθεται ότι συνεισφέρουν στην καλή λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς της Ένωσης και των καλών τους προοπτικών. Όμως, τι σημαίνει στη κοινωνική της διάσταση αυτή η «σύγκλιση», «προσαρμογή», κ.λπ; Ποια είναι η φύση αυτού του στόχου (όσο κι αν υπάρχουν πολλοί εξειδικευμένοι κατά περίπτωση, στην ουσία είναι ένας : η «καλή» λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς, σύμφωνα πάντα με την κυριαρχούσα ιδεολογικοπολιτική αντίληψη); Τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε σ’ αυτούς τους όρους; Εννοούμε απλώς να πετύχουμε κάποιες επιδόσεις που τίθενται για την ελληνική οικονομία εξωγενώς (από την Ε.Ε. εν προκειμένω); Αν αυτό εννοούμε, και πάντως αυτό δηλώνεται σε κάθε περίπτωση, αρμοδίως ή μη, δεν έχει νόημα να το συζητάμε καν.



Στη δική μου αντίληψη, έτσι τιθέμενο το θέμα, δεν κάνει άλλο από το να θέτει ένα ακόμη οδόσημο, σαν μια σειρά άλλα οδόσημα που ήδη τέθηκαν στο παρελθόν χωρίς να τα προσεγγίσουμε, και που απλώς τα μεταθέταμε σε κάποιο πιο μελλοντικό χρόνο. Ένα ακόμη οδόσημο, σαν αυτά που ήδη υπάρχουν ως ιστορικά προηγούμενα, χρήσιμα στους ερευνητές που επιθυμούν να καταγράψουν «για την ιστορία», την τραχεία, δύσβατη, τραυματογενή, οδυνηρή, αναποτελεσματική και χωρίς αντίκρισμα πορεία αυτού του «οράματος» που θα οδηγούσε την οικονομία και κοινωνία σε νέες προοπτικές.



Η Μεγάλη Ελπίδα, («Μεγάλη» με ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από τη «Μεγάλη Ιδέα») που σηματοδοτήθηκε με την είσοδο της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ, μια ...........
ελπίδα με πράγματι ουσιαστικές προοπτικές αν την αξιοποιούσαμε, δυστυχώς, δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη, θύμα κι αυτή της έλλειψης αντίστοιχου οράματος από αρκετούς από εκείνους που έτυχε να τη «διαχειρισθούν».



Οι μεγάλες προοπτικές απαιτούν μεγάλους συμπαραστάτες.



Αρχής γενομένης από τους πολιτικούς και εξικνούμενης μέχρι του τελευταίου πολίτη.



Η θεσμική έλλειψη στρατηγικής ενόρασης, ο υποβιβασμός των στρατηγικών προοπτικών σε «τρέχουσες ευκαιρίες» ικανοποίησης τρεχουσών καταστάσεων και ιδίως τρεχόντων μικροπολιτικών και μικροκομματικών συμφερόντων, αποδυνάμωσε σημαντικά τις ουσιαστικές προοπτικές της χώρας μας. Η προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης, αντιμετωπίστηκε με «λογιστική» διάθεση, δεν είδαμε το θέμα παρά σαν ένα κατάστιχο, δούναι και λαβείν. Και –ακόμη και αυτό- δεν θα ήταν τόσο τραγικό, αν στην αντιμετώπιση αυτή, δεν προστίθονταν και η εθιμική αναποτελεσματικότητα, ακόμα και σε θέματα τρέχουσας διαχείρισης. Το μεγάλο στοίχημα, σαφώς δεν χάθηκε. Όμως, έγινε, το κάναμε, πιο δύσκολο. Και φυσικά δεν «το κάναμε» τυχαίως οι όποιοι εμείς, το έκαναν αυτοί, οι όποιοι «αυτοί» που είχαν και θα έχουν στο μέλλον την ευθύνη διαχείρισης των εθνικών μας προοπτικών.



Από την άλλη, αυτή η λογιστική, αυτή η «αριθμοποιημένη» προσέγγιση, σχεδόν είναι αποπροσανατολιστική. Ας υποθέσουμε για παράδειγμα, ότι ύστερα από όλες αυτές τις θυσίες στις οποίες οι μη έχοντες και οι μη κατέχοντες μονίμως υπόκεινται για πολλά τώρα χρόνια στο στόχαστρο σε ό,τι αφορά τη συνεισφορά στα δημόσια βάρη, είτε αυτοί είναι μισθωτοί, είτε μικρομεσαίοι επιχειρηματίες –και στις δύο πάντως περιπτώσεις είναι αυτοί που συνιστούν τον παραγωγικό ιστό της χώρας- που ήδη έχουν σε πραγματικούς όρους απωλέσει σημαντικό μέρος των εισοδημάτων τους, που έχουν απωλέσει προηγούμενα επίπεδα «ευημερίας» -ούτως ή άλλως, και τότε μακράν των αντίστοιχων δυτικών προτύπων-, εν τούτοις ο «στόχος» επιτυγχάνεται και ω του θαύματος, αποκτούμε το «νοικοκύρεμα» και «αξιοπρεπές» λογιστικό προφίλ της οικονομίας μας, ω του θαύματος, ο οπωρώνας διαδέχεται χέρσα εδάφη. Ο πληθωρισμός –υποθέτουμε πάντα- σε αξιοζήλευτα χαμηλά επίπεδα, το δημόσιο έλλειμμα ομοίως, και πάει λέγοντας. Απέναντι σ’ αυτά τα θετικά, -τα θετικά επί του παρόντος-, του λογιστικού κατάστιχου που θα τα απεικονίζει, η όποια κυβέρνηση θα έχει ένα επιχειρηματικό κόσμο –μέσα σ’ αυτούς προσθέστε και τους αγρότες- που ήδη θα είναι και τότε γονατισμένος, και θα ζητάει μέτρα ανάκαμψης, που όμως δεν είναι διόλου βέβαιο ότι δεν θα προσκρούουν στην αδήριτη αναγκαιότητα «να μην απωλέσουμε ό,τι πετύχαμε». Θα έχουμε ένα σώμα εργαζομένων, που θα έχει συμπληρώσει τότε μια δεκαπενταετία απηνούς λιτότητας και λογικά θα λέγει «ωραία, δος ημίν λοιπόν σήμερον». Και βεβαία ουδείς γνωρίζει περί ποίας ανεργίας θα ομιλούμε. Τι θα λεχθεί σ’ αυτούς τους ποικιλόμορφους Προμηθείς που θα αξιώνουν την κάθοδό τους από το βράχο του μαρτυρίου, που θα αξιώνουν συμμετοχή στη νομή του οπωρώνα, τον οποίο άλλωστε, και δικαίως, θα θεωρούν προϊόν των δικών τους μόχθων, των δικών τους θυσιών;



Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ίσως, όλη αυτή η θετικότητα θα σημάνει ότι επιτέλους θα μπορέσει η ελληνική οικονομία να αρχίσει να βιώνει μέσα σε κλίμα ανάπτυξης και ανώτερων επιπέδων διαβίωσης, θ’ αρχίσει ο Έλληνας επιχειρηματίας να αξιοποιεί πλεονεκτήματα που σήμερα του εκτίθενται ως δυνητικά, θα αρχίσει ο Έλληνας εργαζόμενος να μην φοβάται ότι θα γίνει ξενομερίτης μέσα στην ίδια του τη χώρα, τον ίδιο του τον τόπο; Υποθέσεις, που δυστυχώς δεν «υποστηρίζονται» επαρκώς από την ιστορική μας διαίσθηση. Η δική μου τουλάχιστον ιστορική διαίσθηση, μου λέγει, ότι αν συνεχίσουμε να πορευόμαστε όπως πορευόμαστε, με σημαία κάποιον ή κάποιους προϋπολογισμούς, δείκτες και αριθμοδείκτες, χωρίς κοινωνικό και ιδεολογικό περιεχόμενο που θα δείχνουν «βελτιώσεις» αριθμών εν μέσω απαξίωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας και προϊούσης εξαθλίωσης μεγάλων λαϊκών μαζών, θα ομοιάζει η προσπάθεια σα να κατασκευάζουμε «μάχες» επί χάρτου, με την υπόθεση τι θα γίνονταν αν είχα τούτες ή τις άλλες δυνάμεις, που πάντως δεν έχω.



Το πιο πιθανό που θα ακούσουμε σε αυτή την περίπτωση είναι : πρέπει να διαφυλαχθούν τα θετικά αποτελέσματα, επομένως ό,τι θα παρασχεθεί θα είναι φειδωλό. Τώρα, το ότι πιθανότατα θα απαιτηθεί και πρόσθετη περίοδος θυσιών διότι η κατά τα ανωτέρω «θετικότητα» θα είναι «επισφαλής», αυτό μπορώ να τα λέγω και να το υποπτεύομαι ως εξέλιξη –με μια αναμενόμενη αίσθηση «ευφορίας» λίγο πριν τις εκλογές- και φυσικά κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να το αρνείται. Λυπούμαι πάντως να επισημάνω, ότι αρθρογραφόντας γύρω στα είκοσι χρόνια, δυστυχώς δεν ευτύχησα να διαψευσθώ, όχι διότι ρέπω προς «εύστοχες» επισημάνσεις –καμία τέτοια σύμφυτη ικανότητα δεν κατέχω- αλλά, απλά διότι άστοχες επιλογές άλλων, φροντίζουν να με δικαιώνουν.



Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το πλαίσιο των προβληματισμών, τελικά καλείται κανείς να ξεκαθαρίσει διάφορα πράγματα. Δυστυχώς, η προσέγγιση εδώ δεν μπορεί να γίνει με λογιστική διάθεση και νοοτροπία –«δυστυχώς» για όσους αισθάνονται τον κόσμο «κενό» χωρίς «μοντέλα» και χωρίς εξισώσεις πολυμεταβλητές όπου καταγράφονται όσα προσμετρούνται, αλλά που παραλείπονται όλα εκείνα τα σπουδαία και προαπαιτούμενα των ποσοτικών επιτεύξεων, που δυστυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για όλους εμάς τους υπολοίπους δεν αριθμοποιούνται. Όσοι κινούνται με τέτοια διάθεση, μπορώ να τους διαβεβαιώσω σε τούτο : στο τέλος, ό,τι θα τους απομείνει θα είναι αριθμοί και σενάρια, μακράν της πραγματικότητας, σαν αυτά που στοιβάζονται στα ερμάρια των ιστορικών αρχείων των δημοσίων υπηρεσιών, βεβαιωτικά ενός σοφολογιοτατισμού και μιας αναμφισβήτητης τεχνοκρατικής αναποτελεσματικότητας. Σε κάθε όμως περίπτωση, βεβαιωτικά της έλλειψης ενός επαρκούς πολιτικού ουσιαστικού οράματος, ουσιαστικής πολιτικής βούλησης. Ιστορική παρακαλώ η παρατήρηση…



Και το να πούμε ότι τέτοιου είδους προσεγγίσεις στρεβλής τεχνοκρατικής αντίληψης, όπου υπάρχει, που αδυνατεί να κατανοήσει τις κοινωνικές παραμέτρους, που αφαιρεί από τα μοντέλα της ό,τι αδυνατεί να μετρήσει, που γι αυτή δεν έχει νόημα ό,τι δεν προσμετράται ποσοτικά, μπορούν πολύ εύκολα να ανατραπούν –στο επίπεδο του «τι πέτυχαν»- και φυσικά λέγοντας αυτό, δεν λέμε κάτι το νέο. Αν κανείς κοιτάξει την ιστορία μας θα βρει πλήθος ιστορικών επιβεβαιώσεων τέτοιων ανατροπών.



Η «σύγκλιση», αντίθετα, στη δική μου αντίληψη, δεν είναι «στόχος», είναι το αποτέλεσμα άλλων πραγμάτων στα οποία δυστυχώς δεν δόθηκε η δραματικότητα που θα έπρεπε να δοθεί –αντίθετα, δόθηκε εκεί που δεν έπρεπε, δηλαδή στην «αριθμητικοποιημένη» αντίληψη της πορείας της οικονομίας και της κοινωνίας –ακριβώς για να λειτουργήσει αυτή η αίσθηση δραματικότητας σαν αφυπνιστικό ερέθισμα στην κατεύθυνση ανάληψης ουσιαστικών πρωτοβουλιών. Ομιλώ, γι’ αυτά που αν τελικώς δεν επιλυθούν, η «αριθμητικοποιημένη» σύγκλιση, δεν θα καταλήξει περά ένα ακόμα «σενάριο» που δεν επαληθεύτηκε, για τους λόγους που τότε θα σκεφθούμε να πούμε. Ομιλώ για τη θεσμική, αποτελεσματική και αποδοτική –στην ποσοτική και ποιοτική της θεώρηση- θωράκιση των παραγωγικών μηχανισμών της κοινωνίας και της οικονομίας, οι οποίοι αυτοί και μόνο αυτοί, αν αναπτυχθούν σε επίπεδα ικανά να ανατροφοδοτούν την περαιτέρω αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα, τότε και μόνο τότε, δεν θα έχουμε επιτύχει μια «αμφίβολη» -όσο αυτή η «παραγωγικότητα» δεν θα υπάρχει- «σύγκλιση», τότε και μόνο τότε θα είμαστε σε θέση να δώσουμε στη «σύγκλιση» το κοινωνικό περιεχόμενο που σήμερα της λείπει, εννοώ της λείπει όχι μόνο ως τρόπος θεώρησής της, αλλά και ως προοπτική. Το ότι στα ανωτέρω συμπεριλαμβάνουμε και το δημόσιο τομέα (ευρύτερο και στενότερο), όχι μόνο είναι αυτονόητο, αλλά ο εκσυγχρονισμός αυτού του τομέα, στη δική μου αντίληψη, αποτελεί πρώτη προτεραιότητα, αφού είναι ο τομέας που συμβάλλει στο μεγαλύτερο ίσως βαθμό σε αναποτελεσματικότητες, με άμεσες επιπτώσεις και στους υπόλοιπους τομείς, στα ίδια τα άτομα, υπό οιαδήποτε ιδιότητα (εργαζόμενοι, κ.λπ). Ομιλώ ακόμα, για την αναγκαία θωράκιση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας με πλαίσια δράσης και ανάπτυξης, που να όζουν διαφανούς διαχείρισης, να όζουν τόλμης για δίκαιες παρεμβάσεις σε κατάδηλα άδικες όσο και στρεβλές κοινωνικοοικονομικές συνιστώσες, που δεν «υπάρχουν απλά», αντίθετα, υπάρχουν για να δημιουργούν φαύλους κύκλους αναποτελεσματικότητας και αμοραλισμού κοινωνικοοικονομικής μορφής.



Αν η οικονομία στο σύνολό της, δεν αποκτήσει «κλίμα ανάπτυξης», ομιλείστε για όποια «σύγκλιση» επιθυμείτε. Απλώς, δεν θα σας εννοώ, δεν θα πείθετε. Κι όταν λέμε «κλίμα ανάπτυξης», εννοούμε ένα σύνολο παραμέτρων, που αρχίζουν από το ξεκαθάρισμα μονίμως θολών όρων του παιχνιδιού, ως την ουσιαστική ύπαρξη οικονομικής πολιτικής τομεακής, κλαδικής, και πάει λέγοντας, που «θυμόμαστε» ότι δεν υπάρχουν , όταν για παράδειγμα κατεβαίνουν οι εργαζόμενοι των ναυπηγείων στους δρόμους, ή όταν στις προεκλογικές περιόδους, οι μεν υπενθυμίζουν στους δε πόσες επιχειρήσεις κλείνουν ή έκλεισαν επί των ημερών τους.



Αν οι παραγωγοί –στην ευρύτατη έννοια του όρου (από τους αγρότες, ως τους βιοτέχνες, τους εμπόρους, τους ξενοδόχους)- δεν αντιληφθούν, δεν πεισθούν, τι θα σημάνει γι’ αυτούς η «σύγκλιση», αν δεν πεισθούν ότι υποβάλλονται σε σημαντικές και δίκαιες θυσίες σήμερα για να απολαύσουν οφέλη αύριο –μην πυροβολείτε το αίτημα της «απολαβής», είναι σύμφυτο στη φύση του ανθρώπου, ταπεινό μεν, αλλά υπαρκτό-, και κυρίως αν ο καθένας τους δεν πεισθεί για το δικό του όφελος, η κοινωνική συναίνεση σίγουρα δεν θα υπάρξει. Και γιατί άλλωστε; Πολύ απλά μπορούν να πουν –με μια απλοϊκότητα που όμως σε τίποτα δεν θα διέφερε σε βαρύτητα από θέσεις που συναντάμε σε περισπούδαστα ορθολογικά τεχνοκρατικά μοντέλα- : «αν για μένα η «ευρωπαϊκή προοπτική» δεν σημαίνει τίποτα καλύτερο απ’ ό,τι έχω σήμερα πετύχει, πολύ δε περισσότερο αν σημαίνει ότι χειροτερεύει η θέση μου, τότε στην μεν πρώτη περίπτωση δεν έχω κανένα λόγο να συμβάλλω στη δημιουργία ωφελημάτων για άλλους –ας αγωνισθούν οι ίδιοι-, στη δε δεύτερη περίπτωση, οφείλω να πολεμήσω αυτή την προοπτική. Άλλωστε για έναν παραγωγό, όπως τον προσδιορίσαμε παραπάνω, τι μπορεί να σημαίνει η «μεγάλη και ενωμένη» αγορά των τόσων εκατοντάδων εκατομμυρίων καταναλωτών, αν γνωρίζει ότι ίσως ο ίδιος τότε να μην έχει κατορθώσει να επιβιώσει για να πωλήσει κάτι, ή αν εκτιμά, ότι το «πλεονέκτημα» αυτό, δεν αφορά παρά λίγους και ότι ο ίδιος, δραστηριοποιούμενος σε αναποτελεσματικά εξωτερικά δεδομένα δεν θα συνεχίσει παρά να πουλάει εκεί που και σήμερα δραστηριοποιείται, η αγορά του δεν θα είναι παρά η ίδια περιορισμένη αγορά που και σήμερα υπάρχει;



Αν οι εργαζόμενοι –και αναφέρομαι στους μισθωτούς και τους ημερομισθίους, ανεξαρτήτως επιχείρησης ή τομέα που εργάζονται- δεν αντιληφθούν, εν πεισθούν τι θα σημάνει γι’ αυτούς η «σύγκλιση», αν δεν πεισθούν ότι υποβάλλονται σε σημαντικές και δίκαιες θυσίες σήμερα για να απολαύσουν οφέλη αύριο –μην (ξανα)πυροβολείτε το αίτημα της «απολαβής»-, αν δεν πεισθούν ότι εκτός από του να συγκλίνουν μονίμως σε ό,τι το αρνητικό για τα εισοδήματά τους, αλλ’ ουδείς βιάζεται να δρομολογήσει τη σύγκλιση και ως προς τα ανώτερα επίπεδα εισοδήματος, διαβίωσης και κατανάλωσης, και κυρίως, αν ο καθένας τους δεν πεισθεί για το δικό του όφελος, η κοινωνική συναίνεση σίγουρα δεν θα υπάρξει. Και γιατί άλλωστε; Για τον ίδιο –κατ’ αναλογία- λόγο που αμέσως ανωτέρω μνημονεύθηκε στην περίπτωση των παραγωγών.



Αν οι συνταξιούχοι, και μ’ αυτούς κλείνουμε την ενδεικτική περιήγησή μας σε ευρύτατες ομάδες κοινωνικών εταίρων, δεν αντιληφθούν, δεν πεισθούν τι θα σημάνει γι’ αυτούς η «σύγκλιση», αν δεν πεισθούν ότι υποβάλλονται σε σημαντικές και δίκαιες θυσίες σήμερα για να απολαύσουν οφέλη αύριο –αλήθεια, με ποια περιθώρια;-, και κυρίως αν ο καθένας τους δεν πεισθεί για το δικό του όφελος, η κοινωνική συναίνεση σίγουρα δεν θα υπάρξει. Και γιατί άλλωστε; Για τον ίδιο λόγο που ανωτέρω μνημονεύθηκε.



Όμως, η κοινωνική αυτή συναίνεση πώς επιτυγχάνεται, αν όχι με την «κοινωνικοποίηση» της «σύγκλισης»; Υπάρχει άραγε αυτή η διάσταση, ή κάπου ξεχάστηκε; Ή μήπως τελικά θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η «κοινωνική σύγκλιση», έτσι όπως συνοπτικά παραπάνω την περιγράψαμε, συνιστά τον πραγματικό στόχο και ότι η άλλη, η «αριθμητικοποιημένη», η λογιστική «σύγκλιση», δεν συνιστά παρά το φυσιολογικό της αποτέλεσμα; Τελειώνοντας, εν μπορώ να μην υπογραμμίσω μια «υψηλή» σύμπλευση που προέκυψε, ενώ το άρθρο είχε ήδη γραφεί. Αναφέρομαι στην πρόσφατη δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας, για περισσότερη ενημέρωση στο θέμα της «σύγκλισης». Διερωτώμαι, αν στο δικό του επίπεδο υπάρχει έλλειμμα ενημέρωσης, τι συμβαίνει από εκεί και κάτω;

Αναδημοσίευση απο το kafeneio.gr

Α.Γεωργακόπουλος

Δημοφιλείς αναρτήσεις